- κοινοπραξία
- Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα.
Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς σκοπούς, συνεπώς η δομή τους διαφοροποιείται ανάλογα. Γι’ αυτό ο όρος κ. μπορεί να αναφέρεται σε μια ευρεία κατηγορία ενώσεων. Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε είδος κ. ενυπάρχει το γενικό χαρακτηριστικό ότι η δημιουργία τους οφείλεται σε μια αντικειμενική κατάσταση, στην οποία υπάγονται όλοι οι μετέχοντες (για παράδειγμα, όλοι οι ιδιοκτήτες γειτονικών κτημάτων). Από αυτή την κατάσταση προκύπτει για όλους ένα ορισμένο πρόβλημα (για παράδειγμα, η εκτέλεση εγγειοβελτιωτικών έργων), που μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο (ή καλύτερα) μέσω της κοινής δραστηριότητας. Στο παράδειγμα που αναφέρθηκε, επειδή τα εγγειοβελτιωτικά έργα δεν μπορούν να εκτελεστούν από κάθε ιδιοκτήτη αποκλειστικά προς όφελος του κτήματός του, αναλαμβάνεται η υλοποίησή τους μέσω της δημιουργίας μιας κ. Αυτή η ταυτότητα της αντικειμενικής κατάστασης των μετεχόντων εξηγεί και μια άλλη ιδιοτυπία των κ.: ότι αυτές μπορούν να ιδρυθούν όχι μόνο σύμφωνα με την αδέσμευτη θέληση των συμβαλλομένων (όπως συμβαίνει κατά κανόνα με τις άλλες ενώσεις) αλλά επίσης κατ’ ακολουθία νόμου. Με αυτό τον τρόπο γίνεται αντίστοιχα διάκριση μεταξύ εκουσίων, υποχρεωτικών και αναγκαστικών κ.
Οι σπουδαιότεροι τύποι κ. είναι οι βιομηχανικές κ. (ακριβέστερα, κ. για τον συντονισμό της παραγωγής και των ανταλλαγών), οι οποίες ιδρύονται από επιχειρηματίες που αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους σε κοινό ή σε παραπλήσιους κλάδους της οικονομίας, αποβλέποντας στην επιβολή πειθαρχίας στις μεταξύ τους ανταγωνιστικές σχέσεις για την αποφυγή αμοιβαίων ζημιών. Οι κ. αυτές έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα και υπάγονται στις γενικές διατάξεις του Aστικού Κώδικα περί δικαιοπραξιών.
Ο όρος κ. συναντάται και στο διεθνές δίκαιο σε εναλλαγή με τον λατινικό όρο consortium (που χρησιμοποιείται και στην ελληνική γλώσσα ως κονσόρτσιουμ).
* * *η (Μ κοινοπραξία)η από κοινού άσκηση δικαιώματος σε ένα πράγμανεοελλ.(νομ.) η από κοινού ενέργεια, η κοινή σύμπραξη πολλών φυσικών ή νομικών προσώπων για την επίτευξη κοινού σκοπού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραξία (< πρᾶξις < πράσσω), πρβλ. α-πραξία, ισο-πραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως].
Dictionary of Greek. 2013.